- τετράνυχος
- ο, Νζωολ. γένος μικροσκοπικών προστιγμάτων ακάρεων, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας tetranychidae.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetranychus < τετρα-* + ὄνυξ, -υχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρανυχίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια ακάρεων τής οποίας τυπικός αντιπρόσωπος είναι ο τετράνυχος και η οποία περιλαμβάνει φυτοπαράσιτα τών οπωροφόρων δένδρων, τού βαμβακιού και πλήθους άλλων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetranychidae <… … Dictionary of Greek
ακάρεα — (acari). Τάξη αραχνιδίων με κεφαλοθώρακα που δεν διαχωρίζεται από την κοιλιά και με στοματικό σύστημα που φέρει ρύγχος διαμορφωμένο ανάλογα με την τροφή τους. Τα α. που ζουν ελεύθερα τρέφονται με οργανικά υπολείμματα· τα α. που ζουν ως παράσιτα… … Dictionary of Greek
αραχνίτσα — η 1. μικρή αράχνη 2. το Έντομο τετράνυχος ο υφάντης … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek